- καταφρονήσεως
- καταφρονήσεω̆ς , καταφρόνησιςcontemptfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неродьство — НЕРОДЬСТВ|О 1 (4*), А с. Нерождение, нерожденностъ (о БогеОтце): ни о҃цю иступльшю неродьства. имьже роди. ни с҃ну родьства имьже ѿ нероднаго. (τῆς ἀγεννησίας) ГБ XIV, 19г; своиство бо непоступно. како ли своиство пребываѥ(т) поступа˫а и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
небрежениѥ — НЕБРЕЖЕНИ|Ѥ (143), ˫А с. 1.Отсутствие заботы, прилежания; небрежность: а понѥже нѣции иночьскыи приимъше образъ. цр҃квьны˫а и градьскы˫а съдѣвають вешти. ходѧште по нѥбрѣжению въ градѣхъ. (ἀδιαφόρως) ΚΕ XII, 32а; ˫ако же бо небрѣжениѥмь видимъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неражениѥ — НЕРАЖЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. То же, что нераждениѥ: О неражьжении [так!] сирѣчь о небрѣжении. Ѥже небрѣговати все˫а вещи. зъло и грѣховьно ѥсть. (περὶ καταφρονήσεως) СбТр XII/XIII, 87 об.; нъ се ны бываѥть неражении. [так!] имже не послушахомъ. что ны… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευκαταφρόνητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, ον) ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ ὑφ ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φρονητος (< κατα φρονώ), πρβλ. αξιο κατα φρόνητος, δειλο κατα φρόνητος] … Dictionary of Greek
καταφρόνηση — και καταφρόνεση, ἡ (AM καταφρόνησις, Μ και καταφρόνεσις) [καταφρονώ] 1. περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι 2. ταπείνωση, εξευτελισμός νεοελλ. μσν. 1. ασέβεια 2. θράσος αρχ. 1. αυτοπεποίθηση, συναίσθηση… … Dictionary of Greek
Πολύστρατος — Όνομα δύο ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας επιγραμματοποιός, που έζησε στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. 2. Φιλόσοφος, μαθητής του Επίκουρου, διάδοχος του Έρμαχου στη σχολαρχία της Επικούρειας σχολής. Από τα έργα του σώζεται ένα που τιτλοφορείται… … Dictionary of Greek